- επίγρυπος
- ος , ον крючковатый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επίγρυπος — ἐπίγρυπος, ον (AM) (για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γαμψή μύτη αρχ. (για μύτη ή ράμφος) κάπως, αρκετά κυρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γρυπός «γαμψός»] … Dictionary of Greek
ἐπίγρυπος — ἐπίγρῡπος , ἐπίγρυπος somewhat hooked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίγρυπον — ἐπίγρῡπον , ἐπίγρυπος somewhat hooked masc/fem acc sg ἐπίγρῡπον , ἐπίγρυπος somewhat hooked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίγρυποι — ἐπίγρῡποι , ἐπίγρυπος somewhat hooked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)